καρπογονώ

καρπογονώ
καρπογονῶ, -έω (Α) [καρπογόνος]
παράγω καρπό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καρπογονία — η (AM καρπογονία [καρπογονώ] η παραγωγή καρπών, η καρποφορία («αὔξεται καὶ θάλλοντα ἀφικνεῑται εἰς τὴν καρπογονίαν», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”